ὑποσχέσεων

ὑποσχέσεων
ὑποσχέσεω̆ν , ὑπόσχεσις
undertaking
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανάμνηση — η (AM ἀνάμνησις) [ἀναμιμνήσκω] ανάκληση στη μνήμη, αναπόληση, ενθύμηση νεοελλ. 1. αυτό που αναπολεί κανείς, που φέρνει στη μνήμη του 2. ενθύμιο, αναμνηστικό 3. στον πληθ. οι αναμνήσεις τα απομνημονεύματα μσν. 1. «ὁ ἐπὶ τῶν ἀναμνήσεων»,… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκατάρα — η (AM αὐτοκατάρα) η κατάρα την οποία ρίχνει επάνω του κάποιος είτε για να επιβεβαιώσει την αλήθεια των ισχυρισμών του ή για να διαβεβαιώσει την τήρηση των υποσχέσεών του αρχ. μσν. η ίδια η κατάρα, η ουσία της κατάρας …   Dictionary of Greek

  • παρηγορία — η, ΝΜΑ, και παρηγοριά και παρηγόρια Ν, ιων. τ. παρηγορίη Α η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρηγορώ, ο μετριασμός τού ψυχικού πόνου και η ανακούφιση τού πάσχοντος με κατάλληλα λόγια, η παραμυθία νεοελ. 1. συνεκδ. καθετί που απαλύνει τον ψυχικό… …   Dictionary of Greek

  • συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… …   Dictionary of Greek

  • φεουδαλισμός — Κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, που άκμασε κυρίως κατά τον 9o 13o αι., ιδίως στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Kαρολιδών (σημερινή Γαλλία, Γερμανία κλπ.). Το φαινόμενο έχει την αρχή του στην τελευταία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Καλλέργης — I Επώνυμο γνωστής κρητικής οικογένειας από την περιοχή Μυλοποτάμου. Από την εποχή της κατάκτησης της Κρήτης από τους Ενετούς (1206), η οικογένεια ήταν η μοναδική με δικαίωμα συμμετοχής στο Consilium majus της ενετικής αριστοκρατίας στον Χάνδακα.… …   Dictionary of Greek

  • Κωλέττης, Ιωάννης — (Συρράκο Ηπείρου 1780 ή 1784 – Αθήνα 1847). Αγωνιστής του 1821 και πολιτικός, πρωθυπουργός της χώρας (1844 47). Σπούδασε ιατρική στην Πίζα της Ιταλίας, όπου επηρεασμένος από τις μυστικές επαναστατικές οργανώσεις των καρμπονάρων ίδρυσε, με τη… …   Dictionary of Greek

  • Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”